ασπρουλιάρης, -α, -ικο — ασπριδερός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπρειδερός — και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, ή, ό αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) ερός (πρβλ. μαυρειδερός) η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά] … Dictionary of Greek
λευκοειδής — ές (Μ λευκοειδής, ές) αυτός που φαίνεται λευκός, ασπριδερός … Dictionary of Greek
πολιοειδής — ές, Α σχεδόν πολιός, ασπριδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + ειδής*] … Dictionary of Greek
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek